- κτηδόνα
- η (Α κτηδών, -όνος)1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρουνεοελλ.μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς του, τα γρανάζια, το οδόντωμα τροχούαρχ.στον πληθ. αἱ κτηδόνεςα) οι ίνες τού σώματος («κτηδόνας έμβάλλουσιν ἐς τὴν στερεὴν καρδίην», Ιπποκρ.)β) οι στιβάδες τού κερατοειδούς τού οφθαλμούγ) οι πτυχές, οι πλάκες, τα στρώματα σχιστού λίθουδ) οι ίνες λίνου ή ξαντούε) τα στρώματα ή οι ίνες ενός κομματιού λίπους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -δων, -δόνος, πρβλ. αλγ-ηδών, κλ-ηδών. Συνδέεται πιθ. με τη λ. πεκτέω* (πρβλ. και κτείς)].
Dictionary of Greek. 2013.